Πύρρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… … Dictionary of Greek
γίλος — (6ος–5ος αι. π.Χ.). Στρατιωτικός από τον Τάραντα. Ο Γ. ήταν εξόριστος στην Ιαπυγία (Απουλία), όταν ελευθέρωσε και έσωσε τους Πέρσες, των οποίων τα πλοία είχαν εξοκείλει στον Κρότωνα. Οι Πέρσες ακολουθούσαν τον Δημοκήδη τον Κροτωνιάτη για να… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
λέπανος — ή λέπανθος (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «λιπόδερμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το λέπω*] … Dictionary of Greek
λακτίσσω — (Α) (στους Ταραντίνους) λακτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λακτίζω που εμφανίζει επίθημα ίσσω] … Dictionary of Greek
μαιριώ — μαιριῶ, άω (Α) [Μαίρα] (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) α) «μαιριῆν τὸ κακῶς ἔχειν» β) «μαιριῆν ὀχλεῑσθαι, πυρέττειν» … Dictionary of Greek
οδάχας — ὁδάχας (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «καταπύγων». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη είναι η σύνδεση τού τ. με το επίρρ. ὀδάξ «δαγκωτά». Κατ άλλους, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἀδαχῶ* «ξύνω με τα νύχια, γρατσουνώ»] … Dictionary of Greek
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
πυρρός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… … Dictionary of Greek
ραδανώροι — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαδανός + ωρός (βλ. λ. ὁρῶ) αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. τού ῥαφανουροί*] … Dictionary of Greek