Ταραντίνους

Ταραντίνους
Ταραντί̱νους , Ταράντινος
masc acc pl
Ταραντί̱νους , Ταραντῖνοι
cavalry armed with javelins
masc acc pl
Ταραντί̱νους , Ταραντῖνος
a Tarentine
masc acc pl
Ταραντί̱νους , Ταραντῖνος
a Tarentine
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πύρρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γίλος — (6ος–5ος αι. π.Χ.). Στρατιωτικός από τον Τάραντα. Ο Γ. ήταν εξόριστος στην Ιαπυγία (Απουλία), όταν ελευθέρωσε και έσωσε τους Πέρσες, των οποίων τα πλοία είχαν εξοκείλει στον Κρότωνα. Οι Πέρσες ακολουθούσαν τον Δημοκήδη τον Κροτωνιάτη για να… …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • λέπανος — ή λέπανθος (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «λιπόδερμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το λέπω*] …   Dictionary of Greek

  • λακτίσσω — (Α) (στους Ταραντίνους) λακτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λακτίζω που εμφανίζει επίθημα ίσσω] …   Dictionary of Greek

  • μαιριώ — μαιριῶ, άω (Α) [Μαίρα] (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) α) «μαιριῆν τὸ κακῶς ἔχειν» β) «μαιριῆν ὀχλεῑσθαι, πυρέττειν» …   Dictionary of Greek

  • οδάχας — ὁδάχας (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «καταπύγων». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη είναι η σύνδεση τού τ. με το επίρρ. ὀδάξ «δαγκωτά». Κατ άλλους, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἀδαχῶ* «ξύνω με τα νύχια, γρατσουνώ»] …   Dictionary of Greek

  • πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πυρρός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ραδανώροι — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαδανός + ωρός (βλ. λ. ὁρῶ) αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. τού ῥαφανουροί*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”